- ὑδρόμαντις
- ὑδρό-μαντις, εως, ὁ, ἡ,A one who divines from water, Str.16.2.39, Man.4.212.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδρομάντεις — ὑδρόμαντις one who divines from water fem nom/voc pl (attic epic) ὑδρόμαντις one who divines from water fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρομάντιας — ὑδρόμαντις one who divines from water fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
υδρομάντης — ο / ὑδρόμαντις, άντεως, ὁ και ἡ, ΝΑ αυτός που ασκεί υδρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μάντις (πρβλ. πυρό μαντις)] … Dictionary of Greek